- παγανίζω
- 1) pursue2) stalk
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
παγανίζω — [παγάνα] κυνηγώ με τη μέθοδο τής παγάνας, κάνω παγάνα, ανιχνεύω και καταδιώκω θηράματα από διάφορα σημεία … Dictionary of Greek
παγανίζω — ισα, ισμένος, παίρνω μέρος σε παγάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek